- ευρωτίαση
- [-ις (-εως)] η покрытие плесенью, заплесневение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευρωτίαση — η σχηματισμός μούχλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρωτιώ. Η λέξη μαρτυρείται από το 1848 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων] … Dictionary of Greek
εὐρωτιάσῃ — εὐρωτιά̱σῃ , εὐρωτιάω to be aor subj mid 2nd sg (attic doric) εὐρωτιά̱σῃ , εὐρωτιάω to be aor subj act 3rd sg (attic doric) εὐρωτιά̱σῃ , εὐρωτιάω to be fut ind mid 2nd sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαχαρωτός — ή, ό 1. κατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαρένιος 2. το ουδ. ως ουσ. το ζαχαρωτό γλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαράτο 3. το θηλ. ως ουσ. η ζαχαρωτή η ευρωτίαση, αρρώστια τού μεταξοσκώληκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο… … Dictionary of Greek
μούχλιασμα — το [μουχλιάζω] 1. η κατάσταση και το αποτέλεσμα τού μουχλιάζω, κάλυψη από μούχλα, πάνιασμα, ευρωτίαση 2. μτφ. α) πνευματική ή σωματική νωθρότητα ή στασιμότητα, αδράνεια β) ηθική κατάπτωση, ηθική αποσύνθεση … Dictionary of Greek